Ὁ σωτήριος λόγος τοῦ Κυρίου μᾶς τονίζει μὲ σαφήνεια στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο: «μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. 7:1). Ἄν θέλουμε νὰ κρίνουμε, ἔχουμε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, διότι τὰ πάθη καὶ τὰ λάθη μας εἶναι ἀρκετὰ καὶ χρειάζονται διόρθωση. Ἔχουμε τὸν «δοκάρι» στὸν ὀφθαλμό μας καὶ ἀντὶ νὰ προσπαθήσουμε προσεκτικὰ νὰ τὸ βγάλουμε πρῶτα, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς σπεύδουμε νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ σκουπιδάκι ποὺ βλέπουμε στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ μας.
Ἡ κατάκριση καὶ ἡ καταλαλιὰ συμβαίνουν, διότι θέλουμε νὰ φαινόμαστε οὐσιαστικὰ καλύτεροι καὶ ἀνώτεροι ἀπὸ ὅσους κατακρίνουμε καὶ καταλαλοῦμε, καὶ ἔτσι φανερώνουμε τὸ κρυφὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειάς μας. Ὅμως, ἀφοῦ κρίνουμε ἄλλους, νὰ γνωρίζουμε ὅτι κι ἐμεῖς θὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό. Θὰ μᾶς ἐφαρμοσθεῖ τὸ ἴδιο μέτρο, τὸ ὁποῖο ἐφαρμόζουμε ἔναντι τῶν ἄλλων. Ἄν καλύπτουμε τὰ σφάλματα τῶν ἀδελφῶν καὶ δὲν τοὺς διαπομπεύουμε, θὰ καλύψει καὶ ὁ Θεὸς τὰ δικά μας.
Ἄν ὅμως δὲν παύουμε νὰ κρίνουμε, εἴτε ἐκ συστήματος, εἴτε ἀπὸ κακὴ συνήθεια, εἴτε γιὰ διασκέδαση -χάριν ἀστειότητος κ.λπ., καὶ ἔτσι δὲν πολεμοῦμε τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἀργολογία μας, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν διατηροῦμε καὶ τὴν τρέφουμε, τότε συμβαίνει συνήθως καὶ ἄλλο λυπηρὸ ἐπακόλουθο. Ἐπειδὴ κρίνουμε, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὑποτιμοῦμε καὶ καταρρίπτουμε τοὺς ἄλλους, παθαίνουμε ἐγκατάλειψη ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἀδυνατοῦμε κατόπιν νὰ ἔχουμε ἐγκράτεια, κι ἔτσι μᾶς πολεμοῦν μὲ δύναμη σαρκικὰ πάθη καὶ πειρασμοί. Μεταξὺ κατακρίσεως καὶ σαρκικῶν παθῶν ὑπάρχει ἄμεση σχέση.
Ἐπίσης, νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὅταν κατακρίνουμε ὑφαρπάζουμε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, τοῦ μόνου ἀλάνθαστου Κριτοῦ. Μόνον Αὐτὸς εἶναι καρδιογνώστης καὶ μόνον Αὐτὸς γνωρίζει κάθε στιγμὴ ποῦ βρίσκεται ὁ κάθε ἄνθρωπος πνευματικὰ καὶ κατὰ πόσον εἶναι δίκαιος ἤ ἁμαρτωλός. Ἐμεῖς μπορεῖ νὰ γνωρίζουμε κάποια πτώση ἑνὸς ἀνθρώπου. Τὴν διόρθωση ὅμως καὶ τὴν πιθανὴ μετάνοια, ἤ ἔστω τὸν πιθανὸ ἀγῶνα τοῦ καθενὸς γιὰ νὰ ἐπανορθώσει δὲν γνωρίζουμε. Ποιός ὁ λόγος λοιπὸν νὰ βαρύνουμε τὴν ψυχή μας;
Μάλιστα, ἡ κατάκριση μπορεῖ νὰ γίνεται ἐσωτερικά, μέσα μας, χωρὶς νὰ ἐκφράζεται μὲ λόγια ἐξωτερικῶς. Ἄν εἴμαστε ὑψηλοκάρδιοι, ἔχουμε περιφρονητικοὺς λογισμοὺς γιὰ τοὺς ἄλλους μέσα μας καὶ αὐτὸ πάλι, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ποὺ γνωρίζει τὰ κρυπτά, εἶναι κάτι πολὺ ἄσχημο ἐναντίον μας.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία, δυστυχῶς, παρατηρεῖται πολὺ συχνὰ τὸ φαινόμενο τῆς ἀλληλοκατηγορίας, τῆς κατακρίσεως καὶ καταλαλιᾶς σχετικὰ μὲ τοὺς ἐντὸς καὶ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς. Προκύπτει σὲ κάποια ζητήματα διάσταση γνωμῶν καὶ ὑπάρχει ἀσάφεια ἤ ἀρκετὴ συζήτηση μέχρι νὰ διευκρινισθοῦν πλήρως. Αὐτὸ δὲν εἶναι κατ΄ ἀνάγκην κακό, ὅταν γίνεται μὲ ἀληθινὸ ἐνδιαφέρον θετικῆς συνεισφορᾶς καὶ μὲ τὸ ἀνάλογο ἐκκλησιαστικὸ ἦθος.
Ὅμως, ὅταν τροφοδοτεῖται τὸ λεγόμενο «ἐκκλησιαστικὸ κουτσομπολιό», τὸ ὁποῖο ἴσως φαινομενικὰ νὰ μὴν ἀρχίζει μὲ κακεντρέχεια, ἀλλὰ στὴν πορεία εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ συγκρατηθεῖ καὶ νὰ μὴν ἐκπέσει καὶ ἐκτραπεῖ σὲ κρίσεις, κατακρίσεις, συκοφαντίες, ἱεροκατηγορίες κ.λπ., πρὸς κατάκριμα ὅσων συμμετέχουν σὲ αὐτό. Καὶ μάλιστα, στὴν ἐποχή μας τοῦτο πλέον γίνεται μὲ τρόπο ἀνεξέλεγκτο μέσῳ διαδικτύου καὶ τῶν λοιπῶν μέσων κοινωνικῆς δικτύωσης, τὰ ὁποῖα ἀντὶ νὰ περιστέλλουν τὰ πάθη καὶ νὰ ἐπιλύουν τὰ προβλήματα, μᾶλλον τὰ θεριεύουν!
Εἶναι φανερόν, ὅτι ἡ ἀγάπη φυγαδεύεται, ὅτι δίδεται τόπος στὸν πονηρὸ γιὰ τὸ δικό του φθοροποιὸ ἔργο, καὶ ὅτι ἐνσπείρεται τὸ μικρόβιο τῆς διαιρέσεως, τῆς συγχύσεως καὶ γενικὰ τῆς ἐμπαθείας καὶ ἁμαρτίας, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος τῆς πνευματικῆς μας θεραπείας, καθάρσεως καὶ ἀναγεννήσεως μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἄς μὴν ἀποδιώχνουμε τὴν ἰαματικὴ Χάρη μὲ τὶς ἀπρόσεκτες καὶ ἀπερίσκεπτες ἐνέργειές μας, ποὺ ὁδηγοῦν τελικὰ σὲ κατακρίσεις καὶ καταλαλιές. Ἄς ἀρχίσουμε νὰ διορθώνουμε τὸ μεγάλο αὐτὸ κακό, τὸ ὁποῖο τόσο εὔκολα κατακυριεύει τοὺς περισσοτέρους καὶ ἐμποδίζει τὴν πρόοδο στὴν ἀρετή. Ὥστε νὰ μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ Θεία Χάρις γιὰ νὰ βλέπουμε πρωτίστως τὶς δικές μας ἐλλείψεις καὶ τὰ δικά μας λάθη καὶ ἁμαρτήματα.
Κι ἔτσι νὰ φροντίζουμε μὲ τὴν καλή μας μετάνοια νὰ διορθωνόμαστε, γιὰ νὰ εἴμαστε κατόπιν σὲ θέση νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν διόρθωση καὶ ἄλλων μὲ τὴν προσευχή, τὸ καλό μας παράδειγμα, καθὼς καὶ τὴν διακριτικὴ καὶ φιλάνθρωπη -ὅταν ἡ ἀνάγκη τὸ ἐπιτάσσει- παρέμβασή μας γιὰ θεραπεία, καὶ ὄχι γιὰ αὔξηση τοῦ προβλήματος στοὺς ἄλλους καὶ εὐρύτερα.
Καὶ μὴ λησμονοῦμε τοὺς ἀσθενεῖς στὴν συνείδηση ἀδελφούς (βλ. Α’ Κορ. 8:7), τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγνοοῦμε καὶ νὰ «τύπτουμε» (κτυποῦμε σκληρὰ) τὴν περιδεή τους συνείδηση, διότι τότε ἁμαρτάνουμε στὸν ἴδιο τὸν Χριστό! Τότε δὲν συμβάλλουμε στὴν οἰκοδομὴ τῶν ψυχῶν, ἀλλὰ στὴν χειροτέρευσή τους.
Εἴθε ὅλα ὅσα λέγουμε καὶ κάνουμε νὰ εἶναι γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴν παρέχουμε ἀφορμὴ κατηγορίας, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε «ἀπρόσκοποι» (ἄψογοι) ἔναντι ὅλων καὶ κυρίως αὐτῆς ταύτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ (βλ. Α’ Κορ. 10:31-32)!
+Ἐ.Γ.Κ.
1/14.9.2020
Ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου
(Νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους)